- ανερώτητος
- ανερώτητος, -η, -ο και ανερώτηγος, -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε ρώτησε ή δε ρωτήθηκε: Σήμερα ήρθε κι έφυγε ανερώτητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανερώτητος — η, ο 1. αυτός που δεν ρωτήθηκε 2. αυτός που δεν του ζητήθηκε η άδεια ή η έγκριση … Dictionary of Greek